Το βιβλίο του Εκκλησιαστή μας φέρνει αντιμέτωπους με την ματαιότητα της ζωής. Με το γεγονός ότι είναι εφήμερη και περαστική από τη μια και αινιγματική και ακατανόητη από την άλλη. Μπρος σε αυτή την πραγματικότητα ο άνθρωπος επιχειρεί με διάφορους τρόπους να σταθεί και να αντιδράσει. Ο C. S. Lewis τις κωδικοποιεί σε δύο. Ο πρώτος είναι ο τρόπος του ανόητου. Με αυτόν θα ασχοληθούμε πρώτα ο Θεός στο κήρυγμα της Κυριακής. Υπάρχει όμως και ένας άλλος που θα τον συζητήσουμε εδώ. Αυτός είναι ο τρόπος, όπως τον ονομάζει, του «αυταπατώμενου ‘λογικού ανθρώπου’». Είναι αυτός που «ηρεμεί και μαθαίνει να μην περιμένει τίποτα το εξαιρετικό – παράλληλα απωθεί το κομμάτι του εαυτού του που συνήθιζε όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, ‘να θέλει το φεγγάρι’» (Χριστιανισμός Απλώς, σελ. 192 – 193). Αυτή η στάση του στωικού κυνισμού προτείνεται κι από τον Καβάφη στο σημαντικό ποίημά του «Όσο μπορείς».
Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Η πρόταση του Καβάφη είναι ότι πρέπει να συμβιβαστείς με τα δεδομένα της ύπαρξής σου και να τα δεχτείς με αξιοπρέπεια. Να συμφιλιωθείς με αυτά. Είναι αυτό που συχνά λέμε μπρος σε τραγωδίες «τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή».
Επιστρέφουμε στον C. S. Lewis ο οποίος ορθά τονίζει ότι η στάση αυτή δεν είναι η «χριστιανική». Ο Χριστιανικός τρόπος αντιμέτωπος με την ματαιότητα της ζωής πιστεύει τα εξής:
«Αν καμιά από τις γήινες ηδονές δεν την ικανοποιεί, αυτό δεν αποδεικνύει ότι το σύμπαν είναι μια απάτη. Το πιθανότερο είναι ότι ποτέ δεν προβλεπόταν να την ικανοποιήσουν οι γήινες ηδονές, αλλά απλώς να την ξεσηκώσουν, να υποδείξουν το αληθινό σημείο αναφοράς» (Χριστιανισμός Απλώς, σελ. 194).